- ἀντοικτίρομεν
- ἀντοικτείρωpres ind act 1st plἀντοικτί̱ρομεν , ἀντοικτείρωaor subj act 1st pl (epic)ἀντοικτείρωimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.